αριθμώ — αριθμώ, αρίθμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
ἀριθμῶ — ἀριθμέω number pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀριθμέω number pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀριθμός number masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμῷ — ἀριθμός number masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμῶι — ἀριθμῷ , ἀριθμός number masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αμιθρώ — ἀμιθρῶ ( έω) (Α) αντί ἀριθμῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ἀριθμῶ, με μετάθεση τών φθόγγων] … Dictionary of Greek
αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] … Dictionary of Greek
συναριθμώ — συναριθμῶ, έω, ΝΜΑ αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω αρχ. 1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο 2. μέσ. συναριθμοῡμαι, έομαι συμμετέχω σε πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (<… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek